Οι παρατηρήσεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας, αναφορικά με τη δημόσια διαβούλευση του σχεδίου ΠΔ με θέμα: «Χαρακτηρισμός της υδάτινης, χερσαίας και ευρύτερης περιοχής της λίμνης Παμβώτιδας (Ιωαννίνων), ΠΕ Ιωαννίνων, ως περιφερειακό πάρκο και καθορισμός χρήσεων γης, όρων και περιορισμών δόμησης» συνοψίζονται στα εξής:
1) Δεν αναφέρεται το προοίμιο του εν λόγω σχεδίου ΠΔ, από το οποίο θα προέκυπτε η εξουσιοδοτική διάταξη αυτού, για να κριθεί κατά πόσον η έκδοσή του κείται εντός των ορίων της ανωτέρω νομοθετικής εξουσιοδότησης και εάν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τη νομοθετική εξουσιοδότηση διαδικασία.
Εάν η εξουσιοδοτική διάταξη του εν λόγω σχεδίου ΠΔ είναι η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 β του Ν. 1650/1986, όπως ισχύει, για την έκδοσή του απαιτείται γνώμη της «Επιτροπής Φύση 2000» και του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, βάσει ειδικής έκθεσης που τεκμηριώνει την οικολογική σημασία και τις προστατευτέες αξίες της. Επίσης, με βάση τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 21 του Ν. 1650/1986, όπως ισχύει, για την έκδοση του εν λόγω ΠΔ απαιτείται, πριν από την οριστική διατύπωσή του, η ανακοίνωσή του στους αρμόδιους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σε περιοχές, στις οποίες λειτουργεί πολιτικό αεροδρόμιο, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας.
Τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί στην προκειμένη περίπτωση. Επισημαίνεται ότι, κύριο στοιχείο της ανωτέρω διαδικασίας είναι πρωτίστως η σύνταξη ειδικής έκθεσης που τεκμηριώνει την οικολογική σημασία και τις προστατευτέες αξίες της περιοχής, δεδομένου ότι από τη μελέτη αυτή θα προκύψει κατά πόσον είναι αναγκαία η απαγόρευση της θήρας ή ο περιορισμός αυτής και οι όροι διενέργειάς της για την προστασία της περιοχής. Χωρίς την εν λόγω επιστημονική έκθεση, οι όποιες ρυθμίσεις του εν λόγω ΠΔ είναι πρόωρες και σχετικές, αφού δεν βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία.
Τα ανωτέρω έχουν κριθεί και με την υπ’ αριθμ. 3595/2007 απόφαση του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ για το ίδιο θέμα στην ίδια περιοχή.
2) Η πρόβλεψη, στις ρυθμίσεις του εν λόγω ΠΔ, ότι η θήρα ασκείται εντός των περιοχών που αναφέρονται σε αυτό, μετά από σύμφωνη γνώμη του Φορέα Διαχείρισης, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 περ. ιε’ του Ν. 4519/2018, στην οποία προβλέπεται ότι, μεταξύ των αρμοδιοτήτων των Φορέων Διαχείρισης είναι: «Η επικουρία των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών στον έλεγχο της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας για τα δάση, την αλιεία και τη θήρα, καθώς και των περιβαλλοντικών και πολεοδομικών όρων που ισχύουν για έργα ή δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στις περιοχές ευθύνης τους. Για το σκοπό αυτό, οι ΦΔΠΠ εισηγούνται ή αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές, για τις περιοχές ευθύνης τους, τις πράξεις ή παραλείψεις εκείνες οι οποίες συνιστούν παράβαση των όρων και περιορισμών που καθορίζονται από τα προεδρικά διατάγματα τα εκδιδόμενα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 1650/1986 (Α’ 160), όπως ισχύει. Επίσης, οι ΦΔΠΠ μπορεί να θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών τα αναγκαία μέσα και το προσωπικό που απαιτούνται για την εκτέλεση αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις ή άλλα μέτρα προστασίας της περιοχής». Και τούτο διότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι Φορείς Διαχείρισης διατυπώνουν εισήγηση και όχι σύμφωνη γνώμη προς τις αρμόδιες Αρχές, η οποία, ως εκ της δεσμευτικότητάς της προς το αποφασίζον όργανο, δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί από ένα Φορέα που αποτελεί ΝΠΙΔ, κατά το άρθρο 1 του Ν. 4519/2018.
Τούτο αντίκειται επίσης και στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί κρατική υπόθεση και δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί σε άλλα όργανα, πλην της κεντρικής Διοίκησης, πόσο μάλλον όταν αυτά αποτελούν ΝΠΙΔ, όπως εν προκειμένω. Και τούτο διότι οι παρεμβάσεις που επιχειρούνται με το εν λόγω σχέδιο ΠΔ, πέραν του γεγονότος ότι αφορούν σημαντικά εκτεταμένη περιοχή, συνιστούν σημαντική περιβαλλοντική παρέμβαση σε αυτήν και δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πέραν της κεντρικής Διοίκησης (ΣτΕ Ολομ. 3661/2005, ΣτΕ 1865/2015, 2054/2014, 1596/2013, 1814/2012, 4495/2009, 3908/2007, κλπ).
3) Αναφέρεται ΑΟΡΙΣΤΑ στις συγκεκριμένες διατάξεις ότι η θήρα στις περιοχές αυτές επιτρέπεται «έπειτα από διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές», χωρίς να προσδιορίζεται ποιες είναι οι αρμόδιες αρχές και σε τι συνίστανται οι εν λόγω διαβουλεύσεις.
Ούτε, για τους ανωτέρω λόγους, είναι επιτρεπτή η πρόβλεψη στο εν λόγω σχέδιο ΠΔ ότι η θήρα επιτρέπεται, εφόσον αυτή προβλέπεται στο εγκεκριμένο σχέδιο διαχείρισης του περιφερειακού πάρκου. Και τούτο διότι τούτο καταρτίζεται, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4519/2018, με βάση τα στοιχεία που παρέχει ο Φορέας Διαχείρισης και την αιτιολογημένη γνώμη αυτού που αποτελεί ΝΠΙΔ.
4) Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε πολλά σημεία του ΠΔ, πέραν των σημείων που αναφέρονται στην άσκηση θήρας, απαιτείται απλώς η αιτιολογημένη γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης και όχι η σύμφωνη γνώμη αυτού (π.χ. για τη Ζώνη Α3, Ι.3 παρ. 1 και 3, για τη Ζώνη Α4.1, Ι.4 παρ. 3, κλπ).
5) Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι, η άσκηση της οργανωμένης θήρας δεν παραβιάζει, κατά το ΣτΕ, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πανίδας και χλωρίδας της περιοχής, αλλά αποτελεί μορφή διαχείρισης αυτού (ΣτΕ 1047/2001).
6) Στην Υ.Α. 170195/758/26.11.2018 Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας 2018-2038 (ΦΕΚ/5351/Β/2018), επισημαίνεται η αναγνώριση του ρόλου της θήρας στα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα και η περαιτέρω βελτιστοποίηση της ως εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης.
7) Τέλος, υπογραμμίζουμε ότι η άσκηση της θήρας στις περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 είναι απόλυτα νομότυπη και ουσιαστικά ορθή για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, διότι καμία διάταξη Νόμου, Οδηγίας, Κανονισμού κ.λ.π. δεν επιβάλει την απαγόρευση κυνηγίου στις περιοχές NATURA. Μάλιστα, στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές NATURA, παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν απαγορεύσεις κυνηγίου ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Να σημειωθεί ότι, η Επίτροπος Περιβάλλοντος κα BJERREGAARD, η Επίτροπος Περιβάλλοντος κα. M. Vallstrom, καθώς και ο Επίτροπος Περιβάλλοντος κος Σ. Δήμας, στη Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (Ιούνιος 2006) και ο Επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ε.Ε. κος P. Murphy, έχουν σαφώς δηλώσει ότι το κυνήγι, μέσα στις Ειδικά Προστατευόμενες Περιοχές του Δικτύου, δεν θα πρέπει γενικά ή αυτόματα να απαγορευτεί και αποτελεί αποδεκτή δραστηριότητα όπως το ψάρεμα, οι καλλιέργειες και οι λοιπές ανθρώπινες δραστηριότητες. Αυτή η θεώρηση ισχύει ισότιμα και για την πλειοψηφία των οικοτόπων για τους οποίους ισχύει το καθεστώς Natura 2000 και έχει εκφρασθεί και από πολλά άλλα όργανα της Επιτροπής, όπως ο Γενικός Διευθυντής για την εφαρμογή του Natura 2000 στην Ε.Ε. κος Jim Currie (έκδ. Natura 2000 Φεβρ.1998, σελ.2). Οι προτεραιότητες που θέτει η Ε.Ε. στην περιβαλλοντική της πολιτική, θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν βασίζονται σε απαγορεύσεις, αλλά στην εφαρμογή μέτρων διαχείρισης βάσει της αρχής της συνετής χρήσης των φυσικών πόρων, κάτι που αποτελεί και έναν κύριο στόχο της περιβαλλοντικής πολιτικής της. Το κυνήγι, ως συνετή χρήση του θηραματικού πόρου, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην προστασία των οικοσυστημάτων, τα οποία κάλλιστα μπορούν να διατηρηθούν και να βελτιωθούν προς όφελος της άγριας ζωής, υπό την αξία που η θήρα τους προσδίδει. Σε αυτό το πνεύμα, η Ε.Ε. χρηματοδοτεί Πρόγραμμα προώθησης και συνεργασίας μεταξύ των Κυνηγετικών Οργανώσεων και των Διαχειριστικών Αρχών των περιοχών NATURA με τον τίτλο: «NATURA 2000. Μια ευκαιρία για τη βιοποικιλότητα και το κυνήγι στην Ευρώπη» (NATURA 2000. An opportunity for Biodiversity and Hunting in Europe).
Το ισχύον νομικό πλαίσιο άσκησης θήρας εξασφαλίζει ένα πολύ μεγάλο βαθμό ασφαλείας, όσον αφορά στην προστασία των ειδών. Από στοιχεία της F.A.C.E. και του Εθνικού γραφείου για το κυνήγι και την άγρια ζωή (Office National de la Chasse et de la Faune Sauvage), προκύπτει πως η Ελλάδα έχει το αυστηρότερο καθεστώς για το κυνήγι, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η εθνική μας νομοθεσία περιέχει διατάξεις σαφώς αυστηρότερες ακόμα και των διατάξεων των Διεθνών Συμβάσεων και των Κοινοτικών Οδηγιών.
Για τους λόγους αυτούς, παρακαλούμε να ληφθούν υπόψη οι ως άνω παρατηρήσεις μας και να επέλθουν οι δέουσες αλλαγές στο εν λόγω σχέδιο ΠΔ, όσον αφορά στην άσκηση της θήρας.